- σποραδικότητα
- η, Νη ιδιότητα τού σποραδικού, ιδίως ως προς τον χρόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σποραδικός. Η λ., στον λόγιο τ. σποραδικότης, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σποραδικότητα — η το να είναι κάτι σποραδικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αραιότητα — η (Α ἀραιότης) 1. (στη σύσταση των πράγματων) η ιδιότητα ή η κατάσταση του αραιού, η χαλαρότητα 2. σπανιότητα, σποραδικότητα … Dictionary of Greek